- προφητικῆς
- προφητικόςoracularfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ηλεί — I (12ος αι. π.Χ.).Βιβλικό πρόσωπο. Αρχιερέας και κριτής του Ισραήλ, κατοίκησε την πόλη Σηλώμ, της φυλής Εφραίμ. Διοίκησε για 40 χρόνια και πρώτος αυτός συγκέντρωσε τα αξιώματα του κριτή και του αρχιερέα στο ίδιο πρόσωπο. Διετέλεσε δάσκαλος του… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ιωνάς — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Εβραίος προφήτης, του οποίου η ιστορία αναφέρεται στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Κλήθηκε από τον Θεό να αναγγείλει στους κατοίκους της Νινευί την καταστροφή της πόλης τους εξαιτίας των… … Dictionary of Greek
Κοράνι — Το ιερό βιβλίο του ισλαμισμού, για το οποίο οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι αποκαλύφθηκε από τον Θεό στον Μωάμεθ, μέσω του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η ονομασία Κ. ή Κοράνιο (αραβικά Κουράν, Qur’an) προέρχεται από το αραβικό ρήμα κάρα, που σημαίνει… … Dictionary of Greek
Μέρλιν — Πρόσωπο της κελτικής μυθολογίας. Το όνομά του έχει ουαλική προέλευση και εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά το πρώτο μισό του 12ου αι. στα έργα του Γοδεφρείδου του Movμάουθ. Ήταν μάγος και προφήτης, ενώ ο βίος του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με… … Dictionary of Greek